- σααλικός
- -ή, -ό, Νφρ. «σααλική πτύχωση»γεωλ. τεκτονική φάση τής εριώνιας ορογένεσης που συντελέστηκε κατά το μέσο Πέρμιο, δηλαδή πριν από 260 περίπου εκατομμύρια χρόνια, στη βόρεια Γερμανία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (plissement) saalien (βλ. και λ. σαάλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.